- μοτάριον
- μοτ-άριον, τό, Dim. of μοτός, Gal.19.107, EM592.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοτάριον — μοτάριον, τὸ (ΑΜ, Μ και μοτάρι) [μοτός] (υποκορ. τού μοτός) λινός επίδεσμος για πληγές, ξαντό … Dictionary of Greek
μοτάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοταρίοις — μοτάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοταρίων — μοτάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοταρίῳ — μοτάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοτάρια — μοτάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)